- διεσκεμμένως
- διεσκεμμένως, Adv.A prudently, X.Oec.7.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διεσκεμμένως — διασκέπτομαι perf part mp masc acc pl (doric) διεσκεμμένως prudently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)